μπουκετάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπουκετάρισμα | τα | μπουκεταρίσματα |
| γενική | του | μπουκεταρίσματος | των | μπουκεταρισμάτων |
| αιτιατική | το | μπουκετάρισμα | τα | μπουκεταρίσματα |
| κλητική | μπουκετάρισμα | μπουκεταρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουκετάρισμα < μπουκετάρω + -ισμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μπουκέτο
Μεταφράσεις
μπουκετάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.