μπαμπάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαμπάς οι μπαμπάδες
      γενική του μπαμπά των μπαμπάδων
    αιτιατική τον μπαμπά τους μπαμπάδες
     κλητική μπαμπά μπαμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /baˈbas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαμπάς

Ετυμολογία 1

μπαμπάς <
  1. Κατά τον Ευάγγελο Πετρούνια[1] (άμεσο δάνειο) τουρκική baba +
  2. Κατά τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη[2] (ηχομιμητική λέξη) (στην παιδική γλώσσα) που παραβάλλεται με το τουρκικό baba, το γαλλικό papa, το όψιμο ελληνιστικό πάππα από τις Γλώσσες του Ησύχιουπροσφώνησις παι(δὸ)ς πρὸς πατέρα»).
Δείτε και τα μεσαιωνικά πάπας και το άκλιτο πάπα, καθώς και το αρχαίο πάππας

Ουσιαστικό

μπαμπάς αρσενικό

  • (οικογένεια, οικείο, χαϊδευτικό) ο πατέρας, άντρας που έχει γίνει γονιός, που έχει δηλαδή αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά ή που έχει υιοθετήσει

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

μπαμπάς < (άμεσο δάνειο) γαλλική baba[1] + < πολωνική baba[2]

Ουσιαστικό

Ένα κορνέ αριστερά και ένα γλυκό μπαμπάς δεξιά.

Συγγενικά

Αναφορές

  1. μπαμπάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Οι ετυμολογίες έγιναν από τον Ευάγγελο Πετρούνια.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.