μπαμπάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπαμπάς | οι | μπαμπάδες |
| γενική | του | μπαμπά | των | μπαμπάδων |
| αιτιατική | τον | μπαμπά | τους | μπαμπάδες |
| κλητική | μπαμπά | μπαμπάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /baˈbas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐μπάς
Ουσιαστικό
μπαμπάς αρσενικό
Συγγενικά
- μπαμπαδίστικος
- μπαμπάκας
- μπαμπακούλης
- μπαμπούλης
Σύνθετα
Μεταφράσεις
μπαμπάς
|
Συγγενικά
Αναφορές
- μπαμπάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Οι ετυμολογίες έγιναν από τον Ευάγγελο Πετρούνια. - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
