σαβαρέν
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
Ετυμολογία
- σαβαρέν < (λόγιο δάνειο) γαλλική savarin < από το όνομα του γάλλου πολιτικού και γαστρονόμου Jean Anthelme Brillat-Savarin [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.vaˈɾen/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐βα‐ρέν
Συνώνυμα
Αναφορές
- σαβαρέν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.