χαζομπαμπάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαζομπαμπάς | οι | χαζομπαμπάδες |
| γενική | του | χαζομπαμπά | των | χαζομπαμπάδων |
| αιτιατική | τον | χαζομπαμπά | τους | χαζομπαμπάδες |
| κλητική | χαζομπαμπά | χαζομπαμπάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαζομπαμπάς αρσενικό
- οικείος χαρακτηρισμός προσώπου που συμπεριφέρεται με παιδιάστικο ενθουσιασμό για το παιδί του, συνήθως όταν γίνεται για πρώτη φορά μπαμπάς
Μεταφράσεις
χαζομπαμπάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.