μπαμπούλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαμπούλης οι μπαμπούληδες
      γενική του μπαμπούλη των μπαμπούληδων
    αιτιατική τον μπαμπούλη τους μπαμπούληδες
     κλητική μπαμπούλη μπαμπούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπαμπούλης < μπαμπ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

Ουσιαστικό

μπαμπούλης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.