tata
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.ta/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| tata | tatas |
tata (fr) θηλυκό
- (στην παιδική γλώσσα) η θείτσα
- ≈ συνώνυμα: tati, tatie
- (στην παιδική γλώσσα) η τροφός, η νταντά
- (στην παιδική γλώσσα) πρόσωπο, που δεν ανήκει στην οικογένεια, με το οποίο το παιδί αισθάνεται στενά δεμένο
- (λαϊκότροπο) ομοφυλόφιλος με θηλυκή συμπεριφορά· πρόσωπο με θηλυκούς τρόπους
Σερβικά (sr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.