μουριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μουριά | οι | μουριές |
| γενική | της | μουριάς | των | μουριών |
| αιτιατική | τη | μουριά | τις | μουριές |
| κλητική | μουριά | μουριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- μουριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μουριά < μουρέα < ελληνιστική κοινή μορέα
Προφορά
- ΔΦΑ : /muɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐ριά
Ουσιαστικό
μουριά θηλυκό
- (δέντρο) φυλλοβόλο δέντρο του γένους Morus, με καρδιοειδή οδοντωτά φύλλα και που παράγει σύνθετους καρπούς με βαθύ κόκκινο έως μαύρο χρώμα (τα μούρα)
- ※ Οι μουριές είναι τραγωδία τώρα το χειμώνα, δεν υπάρχει δέντρο με πιο άχαρα γυμνά κλωνιά.
- Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα]
- ※ Οι μουριές είναι τραγωδία τώρα το χειμώνα, δεν υπάρχει δέντρο με πιο άχαρα γυμνά κλωνιά.
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μουριά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.