μούρο
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μούρο
<
αρχαία ελληνική
μόρον
Μούρα
πάνω στο δέντρο.
Ουσιαστικό
μούρο
ουδέτερο
ο
καρπός
της
μουριάς
Συνώνυμα
σκάμνο
μούρο
στη
Βικιπαίδεια
Σύνθετα
βατόμουρο
συκόμουρο
Μεταφράσεις
μούρο
αγγλικά
:
mulberry
(en)
γαλλικά
:
mûre
(fr)
γερμανικά
:
Maulbeere
(de)
ισπανικά
:
mora
(es)
ιταλικά
:
mora
(it)
ουγγρικά
:
szeder
(hu)
πολωνικά
:
morwa
(pl)
σερβικά
:
дуд
(sr)
σουηδικά
:
mullbär
(sv)
τουρκικά
:
dut
(tr)
τσεχικά
:
moruše
(cs)
φινλανδικά
:
mulperi
(fi)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.