μορεών
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μορεών | οἱ | μορεῶνες | ||||
| γενική | τοῦ | μορεῶνος | τῶν | μορεώνων | ||||
| δοτική | τῷ | μορεῶνι | τοῖς | μορεῶσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | μορεῶνα | τοὺς | μορεῶνας | ||||
| κλητική ὦ! | μορεών | μορεῶνες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.