συκομουριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συκομουριά οι συκομουριές
      γενική της συκομουριάς των συκομουριών
    αιτιατική τη συκομουριά τις συκομουριές
     κλητική συκομουριά συκομουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια 'συκομουριά.

Ετυμολογία

συκομουριά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή συκομορέα κατά το μορέα > μουριά [1]  δείτε τις λέξεις σύκο και μουριά

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ko.muɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: sσυκομουριά

Ουσιαστικό

συκομουριά θηλυκό

  • (δέντρο) δέντρο του γένους Ficus (του είδους: Ficus sycomorus) με καρδιοειδή φύλλα που μοιάζουν με αυτά της μουριάς· κατάγεται από τη Αφρική και παράγει καρπούς που μοιάζουν με σύκα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.