συκομουριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συκομουριά | οι | συκομουριές |
| γενική | της | συκομουριάς | των | συκομουριών |
| αιτιατική | τη | συκομουριά | τις | συκομουριές |
| κλητική | συκομουριά | συκομουριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια 'συκομουριά.
Ετυμολογία
- συκομουριά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή συκομορέα κατά το μορέα > μουριά [1] → δείτε τις λέξεις σύκο και μουριά
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ko.muɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : sσυ‐κο‐μου‐ριά
Ουσιαστικό
συκομουριά θηλυκό
- (δέντρο) δέντρο του γένους Ficus (του είδους: Ficus sycomorus) με καρδιοειδή φύλλα που μοιάζουν με αυτά της μουριάς· κατάγεται από τη Αφρική και παράγει καρπούς που μοιάζουν με σύκα
Συνώνυμα
- τουμπεζιά (κυπριακά)
Αναφορές
- συκομουριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.