μονομερής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονομερής | η | μονομερής | το | μονομερές |
| γενική | του | μονομερούς* | της | μονομερούς | του | μονομερούς |
| αιτιατική | τον | μονομερή | τη | μονομερή | το | μονομερές |
| κλητική | μονομερή(ς) | μονομερής | μονομερές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονομερείς | οι | μονομερείς | τα | μονομερή |
| γενική | των | μονομερών | των | μονομερών | των | μονομερών |
| αιτιατική | τους | μονομερείς | τις | μονομερείς | τα | μονομερή |
| κλητική | μονομερείς | μονομερείς | μονομερή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονομερής < ελληνιστική κοινή μονομερής < αρχαία ελληνική μόνος + μέρος. Μορφολογικά αναλύεται σε μονο- + -μερής
Επίθετο
μονομερής, -ής, -ές
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- μονομέρεια
- μονομερώς
- → δείτε τις λέξεις μόνος και μέρος
μονομερής - διμερής - τριμερής - τετραμερής - πενταμερής - εξαμερής - επταμερής - οκταμερής - εννεαμερής - δεκαμερής
Μεταφράσεις
μονομερής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.