μονομερές
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
μονομερές ουδέτερο
- μόριο που μπορεί να συνδεθεί χημικά με άλλα μόρια ώστε να σχηματίσει ένα πολυμερές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.