μηνιαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηνιαίος η μηνιαία το μηνιαίο
      γενική του μηνιαίου της μηνιαίας του μηνιαίου
    αιτιατική τον μηνιαίο τη μηνιαία το μηνιαίο
     κλητική μηνιαίε μηνιαία μηνιαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηνιαίοι οι μηνιαίες τα μηνιαία
      γενική των μηνιαίων των μηνιαίων των μηνιαίων
    αιτιατική τους μηνιαίους τις μηνιαίες τα μηνιαία
     κλητική μηνιαίοι μηνιαίες μηνιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μηνιαίος < αρχαία ελληνική μηνιαῖος < μήν

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.niˈe.os/

Επίθετο

μηνιαίος -α -ο

  1. που έχει διάρκεια ενός μηνός, αντιστοιχεί σ’ αυτό το χρονικό διάστημα ή υπολογίζεται με τον μήνα
  2. άλλη μορφή του μηνιάτικος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.