μηνιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μηνιαίος | η | μηνιαία | το | μηνιαίο |
| γενική | του | μηνιαίου | της | μηνιαίας | του | μηνιαίου |
| αιτιατική | τον | μηνιαίο | τη | μηνιαία | το | μηνιαίο |
| κλητική | μηνιαίε | μηνιαία | μηνιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μηνιαίοι | οι | μηνιαίες | τα | μηνιαία |
| γενική | των | μηνιαίων | των | μηνιαίων | των | μηνιαίων |
| αιτιατική | τους | μηνιαίους | τις | μηνιαίες | τα | μηνιαία |
| κλητική | μηνιαίοι | μηνιαίες | μηνιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μηνιαίος < αρχαία ελληνική μηνιαῖος < μήν
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.niˈe.os/
Επίθετο
μηνιαίος -α -ο
- που έχει διάρκεια ενός μηνός, αντιστοιχεί σ’ αυτό το χρονικό διάστημα ή υπολογίζεται με τον μήνα
- άλλη μορφή του μηνιάτικος
Συγγενικά
- διμηνιαίος
- εξαμηνιαίος
- μηνιαία
- μηνιαίως
- τριμηνιαίος
- → δείτε τη λέξη μήνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.