τριμηνιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τριμηνιαίος | η | τριμηνιαία | το | τριμηνιαίο |
| γενική | του | τριμηνιαίου | της | τριμηνιαίας | του | τριμηνιαίου |
| αιτιατική | τον | τριμηνιαίο | την | τριμηνιαία | το | τριμηνιαίο |
| κλητική | τριμηνιαίε | τριμηνιαία | τριμηνιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τριμηνιαίοι | οι | τριμηνιαίες | τα | τριμηνιαία |
| γενική | των | τριμηνιαίων | των | τριμηνιαίων | των | τριμηνιαίων |
| αιτιατική | τους | τριμηνιαίους | τις | τριμηνιαίες | τα | τριμηνιαία |
| κλητική | τριμηνιαίοι | τριμηνιαίες | τριμηνιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
τριμηνιαίος -α -ο
- που συμβαίνει κάθε τρεις μήνες
- τριμηνιαίο περιοδικό (αυτό που εκδίδεται κάθε τρεις μήνες)
Μεταφράσεις
τριμηνιαίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.