μηναίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηναίο τα μηναία
      γενική του μηναίου των μηναίων
    αιτιατική το μηναίο τα μηναία
     κλητική μηναίο μηναία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηναίο < μεσαιωνική ελληνική μηναῖον < αρχαία ελληνική μήν

Ουσιαστικό

μηναίο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.