μήνα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μήνα < μη να

Μόριο

μήνα

  • (ερωτηματικό) μήπως;
      [δημοτικό] «Της Δέσπως», 1η στροφή, σελ.12@archive -  Νικόλαος Πολίτης, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Εστία, 1914 @archive
    Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν
    μήνα σε γάμο ρήχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
    Ουδέ σε γάμο ρήχνονται, ουδέ σε χαροκόπι
    η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις και μ' αγγόνια
    ΣτΕ: μεταγραφή σε μονοτονικό σύστημα. - ρήχνονται[αλλού: ρίχνουνται] νύφαις[αλλού: νύφες]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μήνα αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.