εξαμηνιαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαμηνιαίος η εξαμηνιαία το εξαμηνιαίο
      γενική του εξαμηνιαίου της εξαμηνιαίας του εξαμηνιαίου
    αιτιατική τον εξαμηνιαίο την εξαμηνιαία το εξαμηνιαίο
     κλητική εξαμηνιαίε εξαμηνιαία εξαμηνιαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαμηνιαίοι οι εξαμηνιαίες τα εξαμηνιαία
      γενική των εξαμηνιαίων των εξαμηνιαίων των εξαμηνιαίων
    αιτιατική τους εξαμηνιαίους τις εξαμηνιαίες τα εξαμηνιαία
     κλητική εξαμηνιαίοι εξαμηνιαίες εξαμηνιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξαμηνιαίος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

εξαμηνιαίος, -α, -ο

  1. που διαρκεί έξι μήνες
  2. που έχει ηλικία έξι μηνών
  3. που συμβαίνει κάθε έξι μήνες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.