μηνιαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μηνιαῖος | ἡ | μηνιαίᾱ & μηνιαῖος |
τὸ | μηνιαῖον |
| γενική | τοῦ | μηνιαίου | τῆς | μηνιαίᾱς & μηνιαίου |
τοῦ | μηνιαίου |
| δοτική | τῷ | μηνιαίῳ | τῇ | μηνιαίᾳ & μηνιαίῳ |
τῷ | μηνιαίῳ |
| αιτιατική | τὸν | μηνιαῖον | τὴν | μηνιαίᾱν & μηνιαῖον |
τὸ | μηνιαῖον |
| κλητική ὦ! | μηνιαῖε | μηνιαίᾱ & μηνιαῖε |
μηνιαῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | μηνιαῖοι | αἱ | μηνιαῖαι & μηνιαῖοι |
τὰ | μηνιαῖᾰ |
| γενική | τῶν | μηνιαίων | τῶν | μηνιαίων & μηνιαίων |
τῶν | μηνιαίων |
| δοτική | τοῖς | μηνιαίοις | ταῖς | μηνιαίαις & μηνιαίοις |
τοῖς | μηνιαίοις |
| αιτιατική | τοὺς | μηνιαίους | τὰς | μηνιαίᾱς & μηνιαίους |
τὰ | μηνιαῖᾰ |
| κλητική ὦ! | μηνιαῖοι | μηνιαῖαι & μηνιαῖοι |
μηνιαῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μηνιαίω | τὼ | μηνιαίᾱ & μηνιαίω |
τὼ | μηνιαίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | μηνιαίοιν | τοῖν | μηνιαίαιν & μηνιαίοιν |
τοῖν | μηνιαίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. Μεταγενέστρο το δικατάληκτο -ος, -ος, ον | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μηνιαῖος, -α, -ον και αργότερα -ος, -ος, -ον
- μηνιαίος
- (ουσιαστικοποιημένο) τὰ μηνιαῖα: η έμμηνος ρύση, η εμμηνόρροια
Πηγές
- μηνιαῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μηνιαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.