μεταφόρτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταφόρτωση | οι | μεταφορτώσεις |
| γενική | της | μεταφόρτωσης* | των | μεταφορτώσεων |
| αιτιατική | τη | μεταφόρτωση | τις | μεταφορτώσεις |
| κλητική | μεταφόρτωση | μεταφορτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταφορτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταφόρτωση < μεταφορτώνω + -ση (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transbordement. 2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική download. 3. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική upload)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈfoɾ.to.si/
Ουσιαστικό
μεταφόρτωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταφορτώνω
- η διαδικασία της εκφόρτωσης κάποιων πραγμάτων, αντικειμένων ή εμπορευμάτων από κάποιο μέρος και της εκ νέου φόρτωσης σε άλλο μέρος
- (πληροφορική) το «κατέβασμα» ηλεκτρονικών δεδομένων, η μεταφορά τους από το διαδίκτυο στον υπολογιστή κάποιου
- (σπάνιο) (πληροφορική) το «ανέβασμα» ηλεκτρονικών δεδομένων, η μεταφορά τους από τον υπολογιστή κάποιου στο διαδίκτυο
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μεταφορτώνω, μετά, φορτώνω και φόρτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.