κατέβασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατέβασμα | τα | κατεβάσματα |
| γενική | του | κατεβάσματος | των | κατεβασμάτων |
| αιτιατική | το | κατέβασμα | τα | κατεβάσματα |
| κλητική | κατέβασμα | κατεβάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατέβασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κατέβασμα ουδέτερο
- (πληροφορική) download: η διαδικασία της λήψης αρχείων και της τοποθέτησης τους στον τοπικό υπολογιστή
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.