μεταφορτώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταφορτώνω < μετα- + φορτώνω + -ση (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transborder. 2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική download. 3. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική upload)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.foɾˈto.no/

Ρήμα

μεταφορτώνω (παθητική φωνή: μεταφορτώνομαι)

  1. ξεφορτώνω κάποια πράγματα, αντικείμενα ή εμπορεύματα από κάποιο μέρος και τα φορτώνω εκ νέου σε άλλο μέρος
  2. (πληροφορική) «κατεβάζω» ηλεκτρονικά δεδομένα, τα μεταφέρω από το διαδίκτυο στον υπολογιστή κάποιου
  3. (σπάνιο) (πληροφορική) «ανεβάζω» ηλεκτρονικά δεδομένα, τα μεταφέρω από τον υπολογιστή κάποιου στο διαδίκτυο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.