μεταφορτώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταφορτώνω < μετα- + φορτώνω + -ση (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transborder. 2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική download. 3. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική upload)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.foɾˈto.no/
Ρήμα
μεταφορτώνω (παθητική φωνή: μεταφορτώνομαι)
- ξεφορτώνω κάποια πράγματα, αντικείμενα ή εμπορεύματα από κάποιο μέρος και τα φορτώνω εκ νέου σε άλλο μέρος
- (πληροφορική) «κατεβάζω» ηλεκτρονικά δεδομένα, τα μεταφέρω από το διαδίκτυο στον υπολογιστή κάποιου
- (σπάνιο) (πληροφορική) «ανεβάζω» ηλεκτρονικά δεδομένα, τα μεταφέρω από τον υπολογιστή κάποιου στο διαδίκτυο
Συγγενικά
- μεταφόρτωση
- → δείτε τις λέξεις μετά, φορτώνω και φόρτος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταφορτώνω | μεταφόρτωνα | θα μεταφορτώνω | να μεταφορτώνω | μεταφορτώνοντας | |
| β' ενικ. | μεταφορτώνεις | μεταφόρτωνες | θα μεταφορτώνεις | να μεταφορτώνεις | μεταφόρτωνε | |
| γ' ενικ. | μεταφορτώνει | μεταφόρτωνε | θα μεταφορτώνει | να μεταφορτώνει | ||
| α' πληθ. | μεταφορτώνουμε | μεταφορτώναμε | θα μεταφορτώνουμε | να μεταφορτώνουμε | ||
| β' πληθ. | μεταφορτώνετε | μεταφορτώνατε | θα μεταφορτώνετε | να μεταφορτώνετε | μεταφορτώνετε | |
| γ' πληθ. | μεταφορτώνουν(ε) | μεταφόρτωναν μεταφορτώναν(ε) |
θα μεταφορτώνουν(ε) | να μεταφορτώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταφόρτωσα | θα μεταφορτώσω | να μεταφορτώσω | μεταφορτώσει | ||
| β' ενικ. | μεταφόρτωσες | θα μεταφορτώσεις | να μεταφορτώσεις | μεταφόρτωσε | ||
| γ' ενικ. | μεταφόρτωσε | θα μεταφορτώσει | να μεταφορτώσει | |||
| α' πληθ. | μεταφορτώσαμε | θα μεταφορτώσουμε | να μεταφορτώσουμε | |||
| β' πληθ. | μεταφορτώσατε | θα μεταφορτώσετε | να μεταφορτώσετε | μεταφορτώστε | ||
| γ' πληθ. | μεταφόρτωσαν μεταφορτώσαν(ε) |
θα μεταφορτώσουν(ε) | να μεταφορτώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταφορτώσει | είχα μεταφορτώσει | θα έχω μεταφορτώσει | να έχω μεταφορτώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταφορτώσει | είχες μεταφορτώσει | θα έχεις μεταφορτώσει | να έχεις μεταφορτώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταφορτώσει | είχε μεταφορτώσει | θα έχει μεταφορτώσει | να έχει μεταφορτώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταφορτώσει | είχαμε μεταφορτώσει | θα έχουμε μεταφορτώσει | να έχουμε μεταφορτώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταφορτώσει | είχατε μεταφορτώσει | θα έχετε μεταφορτώσει | να έχετε μεταφορτώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταφορτώσει | είχαν μεταφορτώσει | θα έχουν μεταφορτώσει | να έχουν μεταφορτώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.