νοερά
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
νοερά
- κατά τρόπο νοερό (και όχι στην πραγματικότητα), με το νου, με τη φαντασία
- διαβάζοντας το βιβλίο αυτό επισκέπτεται κανείς νοερά τα μέρη από τα οποία πέρασε ο Μάρκο Πόλο
Μεταφράσεις
νοερά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.