porto
Ιταλικά (it)
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| porto | porti |
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- porto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (μεταφέρω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpor.toː/
- ⓘ
Κλίση
Α' συζυγία (porto, portavi, portatum, portare)
|
Πηγές
- porto - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.