μεταφορέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μεταφορέας | οι | μεταφορείς |
| γενική | του του/της |
μεταφορέα μεταφορέως |
των | μεταφορέων |
| αιτιατική | τον/τη | μεταφορέα | τους/τις | μεταφορείς |
| κλητική | μεταφορέα | μεταφορείς | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταφορέας < (καθαρεύουσα) μεταφορεύς < μεταφορά + -εύς
Ουσιαστικό
μεταφορέας αρσενικό ή θηλυκό
- άνθρωπος, οργανισμός, υλικό ή πρόγραμμα που μεταφέρει οτιδήποτε
- (επάγγελμα) ο αχθοφόρος, ο κουβαλητής
Μεταφράσεις
μεταφορέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.