μεταφέρομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈfe.ɾo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐φέ‐ρo‐mai
Ρηματικός τύπος
μεταφέρομαι, μτχ.π.ε.: μεταφερόμενος, π.αόρ.: μεταφέρθηκα, μτχ.π.π.: μεταφερμένος
- παθητική φωνή του ρήματος μεταφέρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.