μετάπτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετάπτωση | οι | μεταπτώσεις |
| γενική | της | μετάπτωσης* | των | μεταπτώσεων |
| αιτιατική | τη | μετάπτωση | τις | μεταπτώσεις |
| κλητική | μετάπτωση | μεταπτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταπτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετάπτωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μετάπτω(σις) + -ση < μετά- + πτῶσις (ο όρος της γραμματικής, ελληνιστικός[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈta.pto.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τά‐πτω‐ση
Ουσιαστικό
μετάπτωση θηλυκό
- αιφνίδια μεταβολή κατάστασης, θέσης ή ιδιότητας
- ο καιρός έχει μεταπτώσεις: πότε κρύο, πότε ζέστη
- ψυχολογικές μεταπτώσεις
- (γλωσσολογία) η μεταβολή (κατά την παραγωγή ή σύνθεση), μιας λέξης[1] ή ειδικότερα ενός φωνήεντος ή μιας διφθόγγου σε μια ρίζα, ή θέμα ή και πρόσφυμα, είτε ποσοτική (βραχύ ↔ βραχύ), είτε ποιοτική (βραχύ ↔ μακρό)
- ποσοτική μετάπτωση: π.χ. λέγω - λόγος
- ποιοτική μετάπτωση: π.χ. φρένα - σώφρων, ελλείπω - ελλῐπής
- → δείτε τον όρο μεταπτωτική βαθμίδα & πάθη φθόγγων
- (φυσική) η κίνηση που κάνει ο άξονας περιστροφής ενός αντικειμένου το οποίο περιστρέφεται
- (φυσική) μεταπτώσεις σε ένα κβαντικό σύστημα
- (χημεία) χαρακτηρισμός ομάδας μεταλλικών χημικών στοιχείων
- στοιχεία μετάπτωσης
- → δείτε επίσης τους εξωτερικούς συνδέσμους
- (αστρονομία) η μετάπτωση του άξονα ενός ουράνιου σώματος προέρχεται από τη βαρύτητα και είναι η αργή και συνεχής αλλαγή κατεύθυνσης του άξονά περιστροφής του
- μεταπτώσεις ισημεριών
- (γεωλογία) χαρακτηρισμός ρηγμάτων στο στερεό φλοιό της γης
συγγενικά
- αμετάπτωτος
- μεταπτωτικά
- μεταπτωτικός
- → δείτε τις λέξεις μετά, πτώση, πίπτω και πέφτω
-
μετάπτωση στη Βικιπαίδεια

-
Στοιχεία μετάπτωσης στη Βικιπαίδεια
(χημεία)
Μεταφράσεις
(για τη φυσική)
Αναφορές
- μετάπτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.