μετάπλασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μετάπλασμα | τα | μεταπλάσματα |
| γενική | του | μεταπλάσματος | των | μεταπλασμάτων |
| αιτιατική | το | μετάπλασμα | τα | μεταπλάσματα |
| κλητική | μετάπλασμα | μεταπλάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈta.pla.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τά‐πλα‐σμα
Ουσιαστικό
μετάπλασμα ουδέτερο
- (γεωπονία) ουσία που βελτιώνει τις ιδιότητες της χημικής σύστασης του εδάφους
Συγγενικά
- μεταπλάθω, μεταπλάσσω
- μετάπλαση
- μεταπλασία (ιατρική)
- μεταπλασμός (γλωσσολογία)
- μεταπλαστικός
- μεταπλαστός
- → και δείτε τις λέξεις πλάσμα και πλάθω και το αρχαίο πλάσσω
Μεταφράσεις
μετάπλασμα
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.