μετάπλασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετάπλασμα τα μεταπλάσματα
      γενική του μεταπλάσματος των μεταπλασμάτων
    αιτιατική το μετάπλασμα τα μεταπλάσματα
     κλητική μετάπλασμα μεταπλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετάπλασμα < μετά- + πλάσμα (πλάσσω, πλάθω)

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈta.pla.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετάπλασμα

Ουσιαστικό

μετάπλασμα ουδέτερο

  • (γεωπονία) ουσία που βελτιώνει τις ιδιότητες της χημικής σύστασης του εδάφους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.