μεταπλάθω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μεταπλάθω
<
αρχαία ελληνική
μεταπλάσσω
Ρήμα
μεταπλάθω
δημιουργώ
εκ νέου
κάτι
μεταβάλλοντας
τη
μορφή
ή τη
σύστασή
του
μεταπλάσσω
Μεταφράσεις
μεταπλάθω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.