μεταμφιέννυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεταμφιέννυμι (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετ- + ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω < ἀμφι- + ἕννυμι / ἑννύω

Ρήμα

μεταμφιέννυμι ((ελληνιστική κοινή))

  1. βγάζω το ρούχο κάποιου
  2. αλλάζω το ρούχο κάποιου, του φοράω άλλο ρούχο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις μετά, ἀμφί και ἕννυμι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.