μεταμφιέζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.taɱ.fiˈe.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταμφιέζομαι

Ρήμα

μεταμφιέζομαι, πρτ.: μεταμφιεζόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταμφιεστώ, αόρ.: μεταμφιέστηκα, μτχ.π.π.: μεταμφιεσμένος, (ενεργ.: μεταμφιέζω)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.