μεταμφιεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταμφιεσμένος | η | μεταμφιεσμένη | το | μεταμφιεσμένο |
| γενική | του | μεταμφιεσμένου | της | μεταμφιεσμένης | του | μεταμφιεσμένου |
| αιτιατική | τον | μεταμφιεσμένο | τη | μεταμφιεσμένη | το | μεταμφιεσμένο |
| κλητική | μεταμφιεσμένε | μεταμφιεσμένη | μεταμφιεσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταμφιεσμένοι | οι | μεταμφιεσμένες | τα | μεταμφιεσμένα |
| γενική | των | μεταμφιεσμένων | των | μεταμφιεσμένων | των | μεταμφιεσμένων |
| αιτιατική | τους | μεταμφιεσμένους | τις | μεταμφιεσμένες | τα | μεταμφιεσμένα |
| κλητική | μεταμφιεσμένοι | μεταμφιεσμένες | μεταμφιεσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταμφιεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταμφιέζω
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μεταμφιέζω και αμφίεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.