disguise
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /dɪsˈɡaɪz/ & /dɪzˈɡaɪz/
- ⓘ
Συνώνυμα
Ρήμα
disguise (en)
- μεταμφιέζω, μεταμφιέζομαι
- κρύβω, υποκρύπτω κάτι (π.χ. ένα σημάδι, ένα συναίσθημα, μία πράξη) για να μη μπορεί να αναγνωριστεί
- ↪ He tried to disguise his feelings. - Επιχείρησε να κρύψει τα συναισθήματά του.
- καμουφλάρω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- disguisedly
- disguisement
- disguiser
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.