ἕννυμι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἕννυμι < *ϝέσνυμι (με σν > νν) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wes- στη σημασία ντύνω. Συγγενή:  δείτε στο εἷμα.

Ρήμα

ἕννυμι

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
*ϝεσ- 

και δείτε τα παράγωγά τους

Σύνθετα

και δείτε τα παράγωγά τους

  • ἀμφιέννυμι > ἀμφίεσις, ... & ἀμφιάζω, ἀμφιέζω
  • ἀπαμφιέννυμι
  • ἐφέννυμι
  • ἐπαμφιέννυμι
  • ἐπιέννυμι
  • καθέννυμι
  • καταέννυμι
  • καταμφιέννυμι
  • μεταμφιέννυμι
  • περιαμφιέννυμι
  • περιέννυμι
  • προσαμφιέννυμι

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.