αναμεταδιδόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμεταδιδόμενος η αναμεταδιδόμενη το αναμεταδιδόμενο
      γενική του αναμεταδιδόμενου της αναμεταδιδόμενης του αναμεταδιδόμενου
    αιτιατική τον αναμεταδιδόμενο την αναμεταδιδόμενη το αναμεταδιδόμενο
     κλητική αναμεταδιδόμενε αναμεταδιδόμενη αναμεταδιδόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμεταδιδόμενοι οι αναμεταδιδόμενες τα αναμεταδιδόμενα
      γενική των αναμεταδιδόμενων των αναμεταδιδόμενων των αναμεταδιδόμενων
    αιτιατική τους αναμεταδιδόμενους τις αναμεταδιδόμενες τα αναμεταδιδόμενα
     κλητική αναμεταδιδόμενοι αναμεταδιδόμενες αναμεταδιδόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αναμεταδιδόμενος





Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.