μεταδοτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταδοτικότητα | οι | μεταδοτικότητες |
| γενική | της | μεταδοτικότητας | των | μεταδοτικοτήτων |
| αιτιατική | τη | μεταδοτικότητα | τις | μεταδοτικότητες |
| κλητική | μεταδοτικότητα | μεταδοτικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταδοτικότητα < (καθαρεύουσα) μεταδοτικότης < μεταδοτικός + -ότης / -ότητα
Ουσιαστικό
μεταδοτικότητα θηλυκό
- (επιδημιολογία) η ιδιότητα του μεταδοτικού
- ο φόβος για τη μεταδοτικότητα κάποιων ασθενειών όπως ο καρκίνος είναι αβάσιμος
- η ικανότητα που έχει κάποιος να μεταδίδει τη γνώση
Μεταφράσεις
μεταδοτικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.