μεταδοτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταδοτικός | η | μεταδοτική | το | μεταδοτικό |
| γενική | του | μεταδοτικού | της | μεταδοτικής | του | μεταδοτικού |
| αιτιατική | τον | μεταδοτικό | τη | μεταδοτική | το | μεταδοτικό |
| κλητική | μεταδοτικέ | μεταδοτική | μεταδοτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταδοτικοί | οι | μεταδοτικές | τα | μεταδοτικά |
| γενική | των | μεταδοτικών | των | μεταδοτικών | των | μεταδοτικών |
| αιτιατική | τους | μεταδοτικούς | τις | μεταδοτικές | τα | μεταδοτικά |
| κλητική | μεταδοτικοί | μεταδοτικές | μεταδοτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταδοτικός < μεταδίδω
Προφορά
Επίθετο
μεταδοτικός
- (ασθένεια) που μπορεί να μεταδοθεί από άτομο που νοσεί σε ένα άλλο υγιές
- που εύκολα μεταδίδεται
- (πρόσωπο) που μεταδίδει εύκολα και κατανοητά τις γνώσεις του στους άλλους
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μεταδοτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.