πληροφορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πληροφορώ < (ελληνιστική κοινή) πληροφορέω / πληροφορῶ < αρχαία ελληνική πλήρης + φέρω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική renseigner)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pli.ɾo.foˈɾo/
Συνώνυμα
Συγγενικά
|
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πληροφορώ | πληροφορούσα | θα πληροφορώ | να πληροφορώ | πληροφορώντας | |
| β' ενικ. | πληροφορείς | πληροφορούσες | θα πληροφορείς | να πληροφορείς | (πληροφόρει) | |
| γ' ενικ. | πληροφορεί | πληροφορούσε | θα πληροφορεί | να πληροφορεί | ||
| α' πληθ. | πληροφορούμε | πληροφορούσαμε | θα πληροφορούμε | να πληροφορούμε | ||
| β' πληθ. | πληροφορείτε | πληροφορούσατε | θα πληροφορείτε | να πληροφορείτε | πληροφορείτε | |
| γ' πληθ. | πληροφορούν(ε) | πληροφορούσαν(ε) | θα πληροφορούν(ε) | να πληροφορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πληροφόρησα | θα πληροφορήσω | να πληροφορήσω | πληροφορήσει | ||
| β' ενικ. | πληροφόρησες | θα πληροφορήσεις | να πληροφορήσεις | πληροφόρησε | ||
| γ' ενικ. | πληροφόρησε | θα πληροφορήσει | να πληροφορήσει | |||
| α' πληθ. | πληροφορήσαμε | θα πληροφορήσουμε | να πληροφορήσουμε | |||
| β' πληθ. | πληροφορήσατε | θα πληροφορήσετε | να πληροφορήσετε | πληροφορήστε | ||
| γ' πληθ. | πληροφόρησαν πληροφορήσαν(ε) |
θα πληροφορήσουν(ε) | να πληροφορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πληροφορήσει | είχα πληροφορήσει | θα έχω πληροφορήσει | να έχω πληροφορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πληροφορήσει | είχες πληροφορήσει | θα έχεις πληροφορήσει | να έχεις πληροφορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πληροφορήσει | είχε πληροφορήσει | θα έχει πληροφορήσει | να έχει πληροφορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πληροφορήσει | είχαμε πληροφορήσει | θα έχουμε πληροφορήσει | να έχουμε πληροφορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πληροφορήσει | είχατε πληροφορήσει | θα έχετε πληροφορήσει | να έχετε πληροφορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πληροφορήσει | είχαν πληροφορήσει | θα έχουν πληροφορήσει | να έχουν πληροφορήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.