αμεταδοσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμεταδοσία | οι | αμεταδοσίες |
| γενική | της | αμεταδοσίας | των | αμεταδοσιών |
| αιτιατική | την | αμεταδοσία | τις | αμεταδοσίες |
| κλητική | αμεταδοσία | αμεταδοσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμεταδοσία < ελληνιστική κοινή ἀμεταδοσία < αρχαία ελληνική μεταδίδωμι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.