μεταγλωττίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταγλωττίζω < μεσαιωνική ελληνική μεταγλωττίζω < μετά + αρχαία ελληνική γλῶττα + -ίζω
Ρήμα
μεταγλωττίζω (παθητική φωνή: μεταγλωττίζομαι
Συγγενικά
- αμεταγλώττιστος
- μεταγλώττιση
- μεταγλωττιστής
- μεταγλωττίστρια
- → δείτε τις λέξεις μετά και γλώσσα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταγλωττίζω | μεταγλώττιζα | θα μεταγλωττίζω | να μεταγλωττίζω | μεταγλωττίζοντας | |
| β' ενικ. | μεταγλωττίζεις | μεταγλώττιζες | θα μεταγλωττίζεις | να μεταγλωττίζεις | μεταγλώττιζε | |
| γ' ενικ. | μεταγλωττίζει | μεταγλώττιζε | θα μεταγλωττίζει | να μεταγλωττίζει | ||
| α' πληθ. | μεταγλωττίζουμε | μεταγλωττίζαμε | θα μεταγλωττίζουμε | να μεταγλωττίζουμε | ||
| β' πληθ. | μεταγλωττίζετε | μεταγλωττίζατε | θα μεταγλωττίζετε | να μεταγλωττίζετε | μεταγλωττίζετε | |
| γ' πληθ. | μεταγλωττίζουν(ε) | μεταγλώττιζαν μεταγλωττίζαν(ε) |
θα μεταγλωττίζουν(ε) | να μεταγλωττίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταγλώττισα | θα μεταγλωττίσω | να μεταγλωττίσω | μεταγλωττίσει | ||
| β' ενικ. | μεταγλώττισες | θα μεταγλωττίσεις | να μεταγλωττίσεις | μεταγλώττισε | ||
| γ' ενικ. | μεταγλώττισε | θα μεταγλωττίσει | να μεταγλωττίσει | |||
| α' πληθ. | μεταγλωττίσαμε | θα μεταγλωττίσουμε | να μεταγλωττίσουμε | |||
| β' πληθ. | μεταγλωττίσατε | θα μεταγλωττίσετε | να μεταγλωττίσετε | μεταγλωττίστε | ||
| γ' πληθ. | μεταγλώττισαν μεταγλωττίσαν(ε) |
θα μεταγλωττίσουν(ε) | να μεταγλωττίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταγλωττίσει | είχα μεταγλωττίσει | θα έχω μεταγλωττίσει | να έχω μεταγλωττίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταγλωττίσει | είχες μεταγλωττίσει | θα έχεις μεταγλωττίσει | να έχεις μεταγλωττίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταγλωττίσει | είχε μεταγλωττίσει | θα έχει μεταγλωττίσει | να έχει μεταγλωττίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταγλωττίσει | είχαμε μεταγλωττίσει | θα έχουμε μεταγλωττίσει | να έχουμε μεταγλωττίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταγλωττίσει | είχατε μεταγλωττίσει | θα έχετε μεταγλωττίσει | να έχετε μεταγλωττίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταγλωττίσει | είχαν μεταγλωττίσει | θα έχουν μεταγλωττίσει | να έχουν μεταγλωττίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.