μεταγλωττίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταγλωττίζω < μεσαιωνική ελληνική μεταγλωττίζω < μετά + αρχαία ελληνική γλῶττα + -ίζω

Ρήμα

μεταγλωττίζω (παθητική φωνή: μεταγλωττίζομαι

  1. μεταφέρω κάποιο κείμενο από μία γλώσσα σε κάποια άλλη
     συνώνυμα: μεταφράζω
  2. μεταφέρω κάποιο κείμενο σε άλλη μορφή της ίδιας γλώσσας (π.χ. από καθαρεύουσα σε δημοτική)
  3. (πληροφορική-μεταγλώττιση) μεταφέρω κάποιο κώδικα από μία γλώσσα προγραμματισμού σε κάποια άλλη ή συνηθέστερα σε εκτελέσιμο αρχείο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.