εκτελέσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτελέσιμος η εκτελέσιμη το εκτελέσιμο
      γενική του εκτελέσιμου της εκτελέσιμης του εκτελέσιμου
    αιτιατική τον εκτελέσιμο την εκτελέσιμη το εκτελέσιμο
     κλητική εκτελέσιμε εκτελέσιμη εκτελέσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτελέσιμοι οι εκτελέσιμες τα εκτελέσιμα
      γενική των εκτελέσιμων των εκτελέσιμων των εκτελέσιμων
    αιτιατική τους εκτελέσιμους τις εκτελέσιμες τα εκτελέσιμα
     κλητική εκτελέσιμοι εκτελέσιμες εκτελέσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκτελέσιμος < εκτελώ + -ιμος

Επίθετο

εκτελέσιμος

  1. που είναι δυνατόν να εκτελεστεί
  2. (πληροφορική) executable: το αρχείο, ο κώδικας, κλπ. που μπορεί να εκτελεστεί

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.