εκτελέσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτελέσιμος | η | εκτελέσιμη | το | εκτελέσιμο |
| γενική | του | εκτελέσιμου | της | εκτελέσιμης | του | εκτελέσιμου |
| αιτιατική | τον | εκτελέσιμο | την | εκτελέσιμη | το | εκτελέσιμο |
| κλητική | εκτελέσιμε | εκτελέσιμη | εκτελέσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτελέσιμοι | οι | εκτελέσιμες | τα | εκτελέσιμα |
| γενική | των | εκτελέσιμων | των | εκτελέσιμων | των | εκτελέσιμων |
| αιτιατική | τους | εκτελέσιμους | τις | εκτελέσιμες | τα | εκτελέσιμα |
| κλητική | εκτελέσιμοι | εκτελέσιμες | εκτελέσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εκτελέσιμος
- που είναι δυνατόν να εκτελεστεί
- (πληροφορική) executable: το αρχείο, ο κώδικας, κλπ. που μπορεί να εκτελεστεί
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.