μεταγλωττίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταγλωττίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταγλωττίζω
Ρήμα
μεταγλωττίζομαι, πρτ.: μεταγλωττιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταγλωττιστώ, αόρ.: μεταγλωττίστηκα, μτχ.π.π.: μεταγλωττισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.