μεταγλωττιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταγλωττιστής οι μεταγλωττιστές
      γενική του μεταγλωττιστή των μεταγλωττιστών
    αιτιατική τον μεταγλωττιστή τους μεταγλωττιστές
     κλητική μεταγλωττιστή μεταγλωττιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταγλωττιστής < μεταγλωττίζω + -τής

Ουσιαστικό

μεταγλωττιστής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) πρόσωπο που μεταγλωττίζει
  2. (λογισμικό, πληροφορική-μεταγλώττιση) πρόγραμμα που μετατρέπει αρχείο κώδικα (πηγαίος κώδικας) μιάς γλώσσας προγραμματισμού υψηλού επιπέδου σε ισοδύναμο αρχείο κώδικα μιας άλλης γλώσσας χαμηλού επιπέδου (assembly) ή σε γλώσσα μηχανής
    διαφέρει από τον διερμηνευτή στο ότι το αρχείο κώδικα που δημιουργεί είναι εξ ολοκλήρου μεταγλωττισμένο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.