compile
Αγγλικά (en)
Ρήμα
compile (en)
- συντάσσω, συνθέτω, καταρτίζω κάτι συγκεντρώνοντας στοιχεία από διάφορες πηγές
- (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) μεταγλωττίζω πηγαίο κώδικα σε εκτελέσιμο αρχείο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.