γλῶττα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γλῶττ αἱ γλῶτται
      γενική τῆς γλώττης τῶν γλωττῶν
      δοτική τῇ γλώττ ταῖς γλώτταις
    αιτιατική τὴν γλῶττᾰν τὰς γλώττᾱς
     κλητική ! γλῶττ γλῶτται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γλώττ
γεν-δοτ τοῖν  γλώτταιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

γλῶττα θηλυκό

Συγγενικά

  • γλωττίζω
  • γλωττικός
  • γλωττίς

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.