πτῶσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πτῶσῐς αἱ πτώσεις
      γενική τῆς πτώσεως τῶν πτώσεων
      δοτική τῇ πτώσει ταῖς πτώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πτῶσῐν τὰς πτώσεις
     κλητική ! πτῶσῐ πτώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτώσει
γεν-δοτ τοῖν  πτωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτῶσις < πίπτω, θέμα πτω-, μεταπτωτική βαθμίδα (όπως στον παρακείμενο πέπτωκα) + -σις

Ουσιαστικό

πτῶσις θηλυκό

  1. πτώση
  2. πέσιμο

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.