μεσημβρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσημβρία οι μεσημβρίες
      γενική της μεσημβρίας των μεσημβριών
    αιτιατική τη μεσημβρία τις μεσημβρίες
     κλητική μεσημβρία μεσημβρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσημβρία < αρχαία ελληνική μεσημβρία

Προφορά

ΔΦΑ : /me.simˈvɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεσημβρία

Ουσιαστικό

μεσημβρία θηλυκό

  1. (λόγιο) το μεσημέρι
  2. (λόγιο) ο νότος

Συγγενικά

  • μ.μ. μετά μεσημβρίαν
  • π.μ. προ μεσημβρίας

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεσημβρία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μεσημβρία θηλυκό (ιωνικός τύπος: μεσαμβρίη)

  1. το μέσον της ημέρας
  2. νότος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.