μεσημβρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεσημβρία | οι | μεσημβρίες |
| γενική | της | μεσημβρίας | των | μεσημβριών |
| αιτιατική | τη | μεσημβρία | τις | μεσημβρίες |
| κλητική | μεσημβρία | μεσημβρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεσημβρία < αρχαία ελληνική μεσημβρία
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.simˈvɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σημ‐βρί‐α
Μεταφράσεις
μεσημβρία
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
μεσημβρία < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.