μερακλής
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ɾaˈklis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρα‐κλής
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μερακλής | η | μερακλού | το | μερακλίδικο & μερακλήδικο |
| γενική | του | μερακλή | της | μερακλούς | του | μερακλίδικου & μερακλήδικου |
| αιτιατική | τον | μερακλή | τη | μερακλού | το | μερακλίδικο & μερακλήδικο |
| κλητική | μερακλή | μερακλού | μερακλίδικο & μερακλήδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μερακλήδες | οι | μερακλούδες | τα | μερακλίδικα & μερακλήδικα |
| γενική | των | μερακλήδων | των | μερακλούδων | των | μερακλίδικων & μερακλήδικων |
| αιτιατική | τους | μερακλήδες | τις | μερακλούδες | τα | μερακλίδικα & μερακλήδικα |
| κλητική | μερακλήδες | μερακλούδες | μερακλίδικα & μερακλήδικα | |||
| Το ουδέτερο, από επίθετα σε -ίδικος, απλοποιημένη γραφή του -ήδικος. | ||||||
| Κατηγορία όπως «πλακατζής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
μερακλής, -ού, -ίδικος
- που είναι μερακλής
- ↪ μαγειρεύτηκε από πολύ μερακλή μάγειρα
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μερακλής | οι | μερακλήδες |
| γενική | του | μερακλή | των | μερακλήδων |
| αιτιατική | τον | μερακλή | τους | μερακλήδες |
| κλητική | μερακλή | μερακλήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
μερακλής αρσενικό (θηλυκό μερακλού)
Συγγενικά
- Μερακλής (επώνυμο)
- μερακλίδικος
- μερακλώνω
- → δείτε τη λέξη μεράκι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μερακλής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.