-λής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ής οι ήδες
      γενική του ή των ήδων
    αιτιατική τον ή τους ήδες
     κλητική ή ήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-λής < (άμεσο δάνειο) τουρκική -li ή -lı (κτητικό επίθημα) + . Επίσης και -αλής [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlis/

Επίθημα

-λής αρσενικό (θηλυκό -λού)

Συγγενικά

  • Λέξεις με επίθημα -λής στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.