merak
Τουρκικά (tr)
Ετυμολογία
- merak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική مراق [1][2] < αραβική مراق (maraq)
Προφορά
- ΔΦΑ : /mɛˈɾɑk/
Ουσιαστικό
- περιέργεια, μεγάλο ενδιαφέρον
- ↪ Merakla yüzüme bakıp yaşımı sordu.
- Κοίταξε το πρόσωπό μου με περιέργεια και ρώτησε την ηλικία μου.
- ↪ Merakla yüzüme bakıp yaşımı sordu.
- πάθος για κάτι, μεράκι
- ↪ Çocukluğumdan beri yabancı dillere merakım vardır.
- Από μικρό παιδί είχα μεράκι για τις ξένες γλώσσες.
- ↪ Çocukluğumdan beri yabancı dillere merakım vardır.
- επιρρέπεια, τάση, ενθουσιασμός
- ↪ Mesleği dışında en büyük merakı fotoğrafçılıktı.
- Εκτός από το επάγγελμά του, το μεγάλο μεράκι του ήταν η φωτογραφία.
- ↪ Mesleği dışında en büyük merakı fotoğrafçılıktı.
- ανησυχία, άγχος
- ↪ Neredeydin? Telefonunu açmadın, çok merak ettim!
- Πού ήσουν; Δεν απάντησες στο τηλέφωνό σου, αναρωτήθηκα πολύ! (ανησύχησα)
- ↪ Neredeydin? Telefonunu açmadın, çok merak ettim!
Κλίση
κλίση του merak
| ενικός | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | merak | meraklar |
| αιτιατική | merakı | merakları |
| δοτική | meraka | meraklara |
| τοπική | merakta | meraklarda |
| αφαιρετική | meraktan | meraklardan |
| γενική | merakın | merakların |
κτητικές μορφές του merak
| (ονομαστική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | merakım | meraklarım |
| ... σου | merakın | merakların |
| ... του | merakı | merakları |
| ... μας | merakımız | meraklarımız |
| ... σας | merakınız | meraklarınız |
| ... τους | merakları | merakları |
| (αιτιατική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | merakımı | meraklarımı |
| ... σου | merakını | meraklarını |
| ... του | merakını | meraklarını |
| ... μας | merakımızı | meraklarımızı |
| ... σας | merakınızı | meraklarınızı |
| ... τους | meraklarını | meraklarını |
| (δοτική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | merakıma | meraklarıma |
| ... σου | merakına | meraklarına |
| ... του | merakına | meraklarına |
| ... μας | merakımıza | meraklarımıza |
| ... σας | merakınıza | meraklarınıza |
| ... τους | meraklarına | meraklarına |
| (τοπική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | merakımda | meraklarımda |
| ... σου | merakında | meraklarında |
| ... του | merakında | meraklarında |
| ... μας | merakımızda | meraklarımızda |
| ... σας | merakınızda | meraklarınızda |
| ... τους | meraklarında | meraklarında |
| (αφαιρετική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | merakımdan | meraklarımdan |
| ... σου | merakından | meraklarından |
| ... του | merakından | meraklarından |
| ... μας | merakımızdan | meraklarımızdan |
| ... σας | merakınızdan | meraklarınızdan |
| ... τους | meraklarından | meraklarından |
| (γενική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | merakımın | meraklarımın |
| ... σου | merakının | meraklarının |
| ... του | merakının | meraklarının |
| ... μας | merakımızın | meraklarımızın |
| ... σας | merakınızın | meraklarınızın |
| ... τους | meraklarının | meraklarının |
κλίση του merak (ως κατηγορουμένου)
| ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| είμαι | merakım | meraklarım* |
| είσαι | meraksın | meraklarsın* |
| είναι | merak / meraktır | meraklar* / meraklardır* |
| είμαστε | merakız | meraklarız |
| είστε | meraksınız | meraklarsınız |
| είναι | meraklar | meraklardır |
| αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ήμουν | meraktım | meraklardım* |
| ήσουν | meraktın | meraklardın* |
| ήταν | meraktı | meraklardı* |
| ήμασταν | meraktık | meraklardık |
| ήσασταν | meraktınız | meraklardınız |
| ήταν | meraktı(lar) | meraklardı |
| έμμεσος / απρόσωπος αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ήμουν | merakmışım | meraklarmışım* |
| ήσουν | merakmışsın | meraklarmışsın* |
| ήταν | merakmış | meraklarmış* |
| ήμασταν | merakmışız | meraklarmışız |
| ήσασταν | merakmışsınız | meraklarmışsınız |
| ήταν | merakmış(lar) | meraklarmış |
| *Πρόκειται για σπάνιους, κυρίως λόγιους ή ποιητικούς τύπους.
Σημείωση: οι τύποι του πληθυντικού δεν χρησιμοποιούνται για επίθετα. | ||
Εκφράσεις
- merak etme!: μην ανησυχείς!
- merak etmek: αναρωτιέμαι
- (νέα ελληνική) → δείτε τη λέξη μεράκι
- (αλβανικά) → δείτε τη λέξη merak
- (βοσνιακά) → δείτε τη λέξη merak
- (βουλγαρικά) → δείτε τη λέξη мерак
- (εβραιοϊσπανικά) → δείτε τη λέξη merekia
- (σερβικά) → δείτε τη λέξη мерак
- (σλαβομακεδονικά) → δείτε τη λέξη мерак
Σημειώσεις
- Σε αντίθεση με τις συνήθεις λέξεις που τελειώνουν σε μπροστινό σύμφωνο (δηλαδή ç, k, p και t), το τελικό "k" αυτής της λέξης δεν γίνεται "ğ" όταν προστίθεται ένα επίθημα που αρχίζει από φωνήεν. Αντίθετα, ο τελικός ήχος του [ɑ] γίνεται μεγαλύτερος (ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να παρατηρηθεί συχνά στα αραβικά δάνεια). Για παράδειγμα:
- merak - merakım (αντί για merağım)
- [mɛˈɾɑk] - [mɛɾɑːˈkɯm]
- το μεράκι - το μεράκι μου
Αναφορές
- merak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- σελ. 1814 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.