μερακλού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μερακλού οι μερακλούδες
      γενική της μερακλούς των μερακλούδων
    αιτιατική τη μερακλού τις μερακλούδες
     κλητική μερακλού μερακλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μερακλού < μερακλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ɾaˈklu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μερακλού

Ουσιαστικό

μερακλού θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) θηλυκό του μερακλής
      Είμ’ αλανιάρα μερακλού, πω πω, μες στην Αθήνα / που ξενυχτώ στα καμπαρέ και τα περνάω φίνα.
    Από τραγούδι με μουσική και στίχους του Μενέλαου Μιχαηλίδη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μερακλής

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μερακλού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.